προσυποκλίνω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

[ῑ],

   A place underneath, τοῖς μηροῖς τὰ γόνατα Paul.Aeg.3.76.

Greek Monolingual

Α ὑποκλίνω
τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο δίνοντας του κλίση («προσυποκλίνειν τοῑς μηροῑς τὰ γόνατα», Παύλ. Αιγ.).