προσυπαντώ

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
1. συναντώ κάποιον ακόμη
2. εξακολουθώ να πορεύομαι για να συναντήσω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπαντῶ «πορεύομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον, απαντώ κάποιον»].