προσοφθάλμιος

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον οφθαλμό ή αυτός που τοποθετείται μπροστά από τον οφθαλμό
2. φρ. «προσοφθάλμιος φακός» ή «προσοφθάλμιο σύστημα» ή απλώς «προσοφθάλμιος»
(οπτ.) φακός ή συνθετότερο οπτικό σύστημα που αποτελείται από το πλησιέστερο προς τον οφθαλμό του παρατηρητή σύστημα ενός οπτικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οφθαλμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].