προφυλακίζω

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. φυλακίζω με δικαστική απόφαση έναν κατηγορούμενο ώσπου να διεξαχθεί η δίκη του
2. (ρηματ. επίθ.) προφυλακιστέος, -α, -ο
(στη φρ.) «κρίνεται [ή κρίθηκε] προφυλακιστέος» — αποφασίζεται ή αποφασίστηκε από την αρμόδια δικαστική αρχή ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να προφυλακιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + φυλακίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].