προφυτεύω

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A plant before, Gp.5.11.4 (Pass.): metaph., engender, S.El.198 (anap.).

German (Pape)

[Seite 798] vor oder vorher pflanzen, u. übertr., vorher bereiten, Soph. El. 191.

Greek (Liddell-Scott)

προφῠτεύω: φυτεύω πρότερον, προπεφυτεῦσθαι κράμβην Γεωπ. 5. 11, 14· μεταφ., οἱ προφυτεύσαντες. «οἱ προκατασκευάσαντες» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 199.

French (Bailly abrégé)

planter ou semer auparavant, fig. engendrer.
Étymologie: πρό, φυτεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
φυτεύω προηγουμένως, πριν από κάτι άλλο
αρχ.
προκατασκευάζω («δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες μορφάν», Σοφ.).