προσωπείο
Greek Monolingual
το / προσωπεῑον ΝΜΑ [[[πρόσωπο]](ν)]
1. ομοίωμα προσώπου το οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί του θεάτρου ή χρησίμευε για κάλυψη του προσώπου τών νεκρών ή ως ανάθημα στους νεκρούς
2. προσποίηση, υποκριτική εμφάνιση («προσωπεῑον εὐλαβείας», Ισίδ. Πηλ.)
νεοελλ.
1. προσωπίδα, μάσκα
2. ιατρ. ειδική όψη και έκφραση του προσώπου, χαρακτηριστική διαφόρων παθολογικών καταστάσεων (α. «αδενοειδές προσωπείο» β. «ιπποκράτειο προσωπείο» γ. «μυοπαθητικό προσωπείο»)
3. φρ. «του αφαιρέθηκε το προσωπείο» — αποκαλύφθηκε ποιος πραγματικά είναι.