μάσκα
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
η
1. χάρτινο, πάνινο ή πλαστικό ομοίωμα της μορφής ανθρώπου ή ζώου, το οποίο χρησιμοποιείται στις μεταμφιέσεις, η προσωπίδα
2. κάλυμμα ενός σημείου του προσώπου ενός μεταμφιεσμένου, ιδίως κάλυμμα τών ματιών
3. η έκφραση του προσώπου, το προσωπείο
4. πολτός ή κρέμα που χρησιμοποιείται για τον καλλωπισμό του προσώπου με επικάλυψη ολόκληρης της επιφάνειάς του
5. γλυπτή αναπαράσταση του πρόσθιου, συνήθως, τμήματος της κεφαλής προσώπου ή ζώου
6. αντικείμενο που καλύπτει μέρος ή ολόκληρο το πρόσωπο για να το προστατεύσει, προσωπίδα
7. (ανθρωπολ.-αρχαιολ.) προσωπείο ή προσωπίδα
8. στρ. ανάχωμα ή προκάλυμμα
9. πλευρά της πλώρης του πλοίου
10. φρ. «βγάζω τη μάσκα» — σταματώ να υποκρίνομαι, γίνομαι ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. masca].
Translations
mask
Achi: k'ooj; Afrikaans: masker; Albanian: maskë; Amharic: ጭምብል; Arabic: قِناع, كِمامة; Egyptian Arabic: قناع, ماسك; Moroccan Arabic: ماسك; Armenian: դիմակ; Assamese: মুখা; Azerbaijani: maska; Bashkir: битлек, маска; Belarusian: маска; Bengali: মাস্ক; Bulgarian: маска; Burmese: မျက်နှာဖုံး; Catalan: màscara, careta; Cherokee: ᎠᎬᏚᎶ; Chinese Mandarin: 面具, 面罩; Classical Nahuatl: xāyacatl; Czech: maska; Danish: maske; Dutch: masker; Erzya: чамакс; Esperanto: masko; Estonian: mask; Etruscan: phersu; Faroese: gríma, gekkaskortur, maska; Finnish: naamari, naamio, maski; French: masque; Fula Adlam: 𞤸𞤵𞥅𞤪𞤭𞤪𞤣𞤵 𞤴𞤫𞥅𞤧𞤮; Roman: huurirdu yeeso; Galician: máscara; Georgian: ნიღაბი, მასკა, პირბადე; German: Maske; Greek: μορμολύκειο, προσωπείο, προσωπίδα, μάσκα; Ancient Greek: μορμολύκειον, προσωπεῖον, προσωπίς; Hebrew: מַסֵּכָה, צָעִיף; Hindi: मुखौटा, मास्क, नक़ाब; Hungarian: maszk, álarc; Icelandic: gríma; Indonesian: topeng, masker, kedok; Irish: púic, masc; Italian: maschera, mascherina; Japanese: 仮面, 覆面, お面, マスク, 面形; Kazakh: маска; Khmer: ក្បាំងមុខ, ម៉ាសក៍, ប៉ាន, ឧណ្ហីស; Korean: 마스크, 가면(假面); Kyrgyz: маска; Lao: ໜ້າກາກ; Latin: persona, masca; Latvian: maska; Lithuanian: kaukė; Macedonian: маска; Malay: topeng, kedok, penutup muka, pelitup; Maori: ārai kanohi; Mongolian Cyrillic: баг, маск; Mòcheno: lòrf; Norman: vîsagiéthe; Norwegian Bokmål: maske; Nynorsk: maske; Occitan: masca; Old English: grīma; Old Norse: gríma; Pashto: نقاب; Persian: ماسک, نقاب; Plautdietsch: Frauz; Polish: maska, maseczka; Portuguese: máscara; Romagnol: mascaréna; Romanian: mască; Russian: маска, личина; Samoan: ufimata; Scottish Gaelic: sgàile, masg, aghaidh-choimheach, brat-gnùise; Serbo-Croatian Cyrillic: кри̑нка, ма̀ска, кра̀буља, ли̏чина, о̀бразина; Roman: krȋnka, màska, kràbulja, lȉčina, òbrazina; Slovak: maska; Slovene: krinka, maska; Spanish: máscara, mascarilla; Swahili: barakoa; Swedish: mask; Sylheti: ꠢꠥꠙꠣ; Tajik: ниқоб; Thai: หน้ากาก; Tibetan: འབག; Turkish: maske; Turkmen: maska; Ukrainian: маска; Urdu: ماسک, نقاب; Uyghur: نىقاب, ماسكا; Uzbek: maska, niqob; Vietnamese: mặt nạ; Volapük: maskar; Walloon: fås vizaedje, masse; Welsh: mwgwd; Yiddish: מאַסקע