προσχώρηση

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / προσχώρησις, -ήσεως, ΝΑ προσχωρῶ
προσέγγιση, πλησίασμα
νεοελλ.
1. αποδοχή και υιοθέτηση τών αντιλήψεων ή τών δογμάτων άλλου
2. διεθν. δίκ. νομική πράξη με την οποία ένα κράτος, αν και δεν μετέσχε στη σύναψη μιας συνθήκης, τίθεται υπό το νομικό καθεστώς της.