υιοθέτηση

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

η / υἱοθέτησις, -ήσεως, ΝΜΑ υἱοθετῶ
(κυριολ. και κυρίως μτφ.) η υιοθεσία (α. «έγινε η υιοθέτησή του τελικά μετά από πολύμηνη ταλαιπωρία στα δικαστήρια» β. «υιοθέτηση της πρότασης από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ»).