πρωτόβοιος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

α, ον,=

   A βούπρῳρος, δωδεκῄς Delph.3(2).63.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως φρ.) «πρωτόβοιος δωδεκῄς» — θυσία 12 ζώων με πρώτο στη σειρά ένα βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βοιος (< βοῦς, βοός), πρβλ. εκατόμ-βοιος, εννεά-βοιος].