πτωχόκομπος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Greek (Liddell-Scott)

πτωχόκομπος: -ον, κομπάζων ἢ καυχώμενος ἐπὶ τῇ ἐπαιτείᾳ, Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
πτωχαλαζόνας, ψωροπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κόμπος (Ι) «κομπασμός» (πρβλ. ματαιό-κομπος)].