ο, Ν1. αυτός που σβήνει τη φωτιά2. άνδρας που ανήκει στο οργανωμένο σώμα το οποίο έχει ως αποστολή και έργο του την κατάσβεση πυρκαγιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + -σβέστης (< σβέννυμι «σβήνω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη].