πυρροτίτης

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) άλλη ονομασία του ορυκτού μαγνητοπυρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrhotite < γερμ. Pyrrhotine (< πυρρότης «ερυθρότητα» + κατάλ. -ine) με επίδραση της κατάλ. -ite].