-ίσματος, το, Ν πωματίζω1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πωματίζω, τάπωμα2. ιατρ. έμφραξη, κλείσιμο φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας με βαμβάκι ή γάζα.