τάπωμα

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Greek Monolingual

το, Ν ταπώνω
1. κλείσιμο με τάπα, πωματισμός
2. το αντικείμενο με το οποίο ταπώνει κανείς, βούλλωμα, τάπα
3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί καλάθι.