βαμβάκι
From LSJ
Greek Monolingual
και βαμπάκι και μπαμπάκι, το βάμβαξ (-ακος), ο (Μ βαμβάκιον και βαμβάκιν και παμπάκιον, το και βάμβαξ και βάμπαξ, ο)
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών με ίνες στον καρπό
2. η κλωστική και φαρμακευτική ύλη που προέρχεται από τον καρπό του βαμβακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. βάμβαξ πιθ. < (περσ.) pambak, pamba.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. βαμβακερός, βαμβάκινος
νεοελλ.
βαμβακιά, βαμβακώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν.-νεοελλ. βαμβακοειδής
νεοελλ.
βαμβακέλαιο, βαμβακέμπορος, βαμβακοκάρυο, βαμβακοκλωστήριο, βαμβακοκομία, βαμβακόλαδο, βαμβακομέταξος, βαμβακομηχανή, βαμβακόπιτα, βαμβακόσπορος, βαμβακουργία, βαμβακοϋφαντουργία, βαμβακοφυτεία
(Β' συνθετικό) κολλοδιοβάμβακας, νιτροβάμβακας, ξυλοβάμβακας, υαλοβάμβακας, χαρτοβάμβακας].