ράντιστρο

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(λειτ.) λειτουργικό σκεύος, συνήθως με τη μορφή σφαιρικής φιάλης και με επίμηκες λεπτό στόμιο, για τον ραντισμό τών πιστών, του ναού, εικόνων ή του Επιταφίου, αλλ. βικίο(ν) και κανίο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω + επίθημα -τρον (πρβλ. άγκισ-τρον, κάνισ-τρον)].