και ρετάλιο, το, Ν
1. το τελευταίο υπόλοιπο από τόπι υφάσματος που πουλιέται σε τιμή φθηνότερη από την τρέχουσα
2. μτφ. άνθρωπος ανάξιος, τιποτένιος («κάτι ρετάλια παριστάνουν τους σπουδαίους»)
3. φρ. «τον έκανε ρετάλι» — τον καταντρόπιασε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ritaglio].