ρετάλι

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ρετάλιο, το, Ν
1. το τελευταίο υπόλοιπο από τόπι υφάσματος που πουλιέται σε τιμή φθηνότερη από την τρέχουσα
2. μτφ. άνθρωπος ανάξιος, τιποτένιοςκάτι ρετάλια παριστάνουν τους σπουδαίους»)
3. φρ. «τον έκανε ρετάλι» — τον καταντρόπιασε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ritaglio].