ράπισμα
Greek Monolingual
το / ῥάπισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ῥαπίζω
χτύπημα στο πρόσωπο με ανοιχτή παλάμη του χεριού (α. «oἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλλον», ΚΔ
β. «ῥάπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ», εκκλ.)
νεοελλ.
μτφ. ηθική μείωση ή οδυνηρή έκπληξη («δέχθηκε ηχηρό ράπισμα»)
αρχ.
1. χτύπημα με ραβδί
2. πληγή, χτύπημα.