ροδιά

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ροϊδιά, η, Ν ρόδι
βοτ. κοινή ονομασία του δέντρου Punica granatum του γένους Πούνικα, της οικογένειας πουνικίδες, το οποίο καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, το ρόδι.