ῥοδανίζω
English (LSJ)
= τὸ συνεχῶς τὴν κρόκην τινάσσειν, Sch. B Il.18.576, cf. Eust.1527.60; ῥαδανίζω,
German (Pape)
[Seite 846] den Faden drehen, spinnen, vgl. Schneider zu der im Vorigen angeführten Stelle; συνεχῶς τὴν κρόκην τινάσσειν, Schol. Il. 18, 576; E. M.
Greek Monolingual
ῥοδανίζω, ΝΜΑ, και ῥαδανίζω, αιολ. τ. βραδανίζω Α ῥοδανός / ῥαδανός
νεοελλ.
τυλίγω με το ροδάνι νήμα στα μασούρια της ανέμης
μσν.-αρχ.
(κατά το Σχόλ. Β. Ομ. Ιλ.) «τὸ συνεχῶς τὴν κρόκην τινάσσειν».