ο, Ν σαλαγώ1. θόρυβος, βοή πλήθους ανθρώπων ή αγέλης ζώων που βρίσκονται σε κίνηση («σκώνοντ' άλλα με σάλαγο απάνου», Κρυστ.)2. η κραυγή του βοσκού προς τα βοσκήματα για σταμάτημα ή για αλλαγή κατεύθυνσης.