σανδών

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

όνος, ὁ,

   A transparent robe (cf. foreg. 1.2), Lyd.Mag.3.64.

Greek (Liddell-Scott)

σανδών: -ῶνος, ὁ, ἐσθὴς διαφανής, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 64.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Α
διαφανές ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με την λ. σάνδυξ και έχει πιθ. σχηματιστεί κατ' επίδραση της λ. σινδών.