σανδών

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδών Medium diacritics: σανδών Low diacritics: σανδών Capitals: ΣΑΝΔΩΝ
Transliteration A: sandṓn Transliteration B: sandōn Transliteration C: sandon Beta Code: sandw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ, transparent robe (cf. σάνδυξ I. 2), Lyd. Mag. 3.64.

Greek (Liddell-Scott)

σανδών: -ῶνος, ὁ, ἐσθὴς διαφανής, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 64.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Α
διαφανές ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με την λ. σάνδυξ και έχει πιθ. σχηματιστεί κατ' επίδραση της λ. σινδών.