σάρα
Greek Monolingual
η, Ν
1. κάθε άχρηστο πράγμα ή απόρριμμα
2. απότομη ορεινή πλαγιά γεμάτη χαλίκια
3. φρ. «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα»
μτφ. πλήθος ατόμων διαφορετικής προέλευσης, και ιδίως του υποκόσμου, συγκεντρωμένο σε έναν χώρο, όχλος, συρφετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. σαρώνω (πρβλ. πύρα: πυρώνω)].