σάρκειος

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

α, ον,

   A fleshy, Ps.-Alex.Aphr. in Metaph.542.23.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α σάρξ, σαρκός]
αυτός που αποτελείται από σάρκα, από κρέας, ο κρεάτινος.