τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
-η, -ο αυτός που αποτελείται από κρέας, κρεατένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος, πέτρινος)].