σάρκειος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρκειος Medium diacritics: σάρκειος Low diacritics: σάρκειος Capitals: ΣΑΡΚΕΙΟΣ
Transliteration A: sárkeios Transliteration B: sarkeios Transliteration C: sarkeios Beta Code: sa/rkeios

English (LSJ)

α, ον, fleshy, Ps.-Alex.Aphr. in Metaph.542.23.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α σάρξ, σαρκός]
αυτός που αποτελείται από σάρκα, από κρέας, ο κρεάτινος.