σαρκόπλασμα

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
ανατ. το αδιαφοροποίητο κυτταρόπλασμα της μυϊκής ίνας, σε αντιδιαστολή με τα μυοϊνίδια, τα μιτοχόνδρια και το σαρκοπλασματικό δίκτυο, που αποτελούν το διαφοροποιημένο πρωτόπλασμα, αλλ. μυόπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sar coplasma (< σάρξ, σαρκός + πλάσμα)].