μυόπλασμα

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
(ιστολ.) πρωτόπλασμα το οποίο περιβάλλει τον πυρήνα τών μυϊκών κυττάρων ή ινών, αλλ. σαρκόπλασμα.