το, Ν1. σάπιο λεμόνι2. (κατ' επέκτ.) λεμόνι που έχει κοπεί και στυφθεί3. φρ. «τον πήραν με τα σαπιολέμονα» — του πέταξαν λεμονόκουπες σε ένδειξη αποδοκιμασίας, τον αποδοκίμασαν έντονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπιος + λεμόνι].