σάπιος
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
Greek Monolingual
-ια, -ιo, Ν
1. αυτός που έχει σαπίσει, που έχει αποσυντεθεί, που έχει υποστεί σήψη, ο σαπρός
2. (κατ
επέκτ.) φθαρμένος από την πολυκαιρία, ετοιμόρροπος, κατεστραμμένος («σάπια καρέκλα»)
3. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσβληθεί από μια βαριά αρρώστια που λίγο λίγο τον αποσυνθέτει
4. (μτβ.) αυτός που βρίσκεται σε ηθική εξαθλίωση, ανήθικος, διεφθαρμένος («σάπια κοινωνία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σάπιος, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. σαπίζω (πρβλ. τρύπιος: τρυπώ, ψόφιος: ψοφώ), κατά τα επίθ. άξ-ιος, γνήσ-ιος κ.ά. Κατ' άλλη άποψη, το σάπιος προήλθε από το σαπρός μέσω ενός αμάρτυρου σάπριος, με αποβολή του -ρ-].