σαφηνισμός

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ὁ,

   A explanation, distinction, D.H.1.66, Corn.ND32.

German (Pape)

[Seite 866] ὁ, Erklärung, Erläuterung, D. Hal. 1, 66.

Greek (Liddell-Scott)

σαφηνισμός: ὁ, ἐξήγησις, διάκρισις, Διον. Ἁλ. 1. 66.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σαφηνίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαφηνίζω, αποσαφήνιση, διευκρίνιση.