σιδηρόεις

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A gloss on μελάνδετος, EM551.40.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή, μελάνδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κατάλ. -όεις].