μελάνδετος

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδετος Medium diacritics: μελάνδετος Low diacritics: μελάνδετος Capitals: ΜΕΛΑΝΔΕΤΟΣ
Transliteration A: melándetos Transliteration B: melandetos Transliteration C: melandetos Beta Code: mela/ndetos

English (LSJ)

μελάνδετον, bound or mounted with black, φάσγανα καλὰ μελάνδετα Il.15.713; μελάνδετον ξίφος with iron scabbard, E.Ph.1091; σάκος μελάνδετος iron-rimmed shield, A.Th.43; but μελάνδετον φόνῳ ξίφος E.Or.821 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 119] schwarz gebunden, schwarz umwunden od. eingefaßt, φάσγανον, Il. 15, 713, was man erkl. »in das eiserne Gefäß wohl eingefügt«, wie ξίφος, Eur. Or. 819 Phoen. 1098; σάκος, ein Schild mit einem eisernen Rande, Aesch. Spt. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les attaches ou la monture sont noires.
Étymologie: μέλας, δέω.

Russian (Dvoretsky)

μελάνδετος: (ᾰ)
1 с черной перевязью или в черных ножнах (φάσγανον Hom.; ξίφος Eur.);
2 с черной каймой, в черной оправе (σάκος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάνδετος: -ον, σιδηρόδετος, φάσγανα καλά, μελάνδετα, κατὰ τὴν ἀρίστην ἑρμηνείαν, νοεῖται ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ κολεοῦ, Ἰλ. Ο. 713· οὕτω, μ. ξίφος Εὐρ. Φοίν. 1091· σάκος μ., ἀσπὶς ἔχουσα γῦρον σιδηροῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 43· ἀλλὰ μελάνδετον φόνῳ ξίφος Εὐρ. Ὀρ. 821.

English (Autenrieth)

(δέω): black-bound or mounted, i. e. with dark hilt or scabbard, Il. 15.713†.

Greek Monolingual

μελάνδετος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή («μελάνδετον... ξίφος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δετός (< δέω «δένω»].

Greek Monotonic

μελάνδετος: -ον, αυτός που έχει μαύρο δέσιμο (σκελετό) ή λαβή, λέγεται για ξίφη σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· σάκος μελάνδετον, ασπίδα με σιδερένιο σκελετό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μελάν-δετος, ον
bound or mounted with black, of swords with black scabbards, Il., Eur.; σάκος μ. an iron-rimmed shield, Aesch.

English (Woodhouse)

black rimmed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)