σιδηρόεις

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόεις Medium diacritics: σιδηρόεις Low diacritics: σιδηρόεις Capitals: ΣΙΔΗΡΟΕΙΣ
Transliteration A: sidēróeis Transliteration B: sidēroeis Transliteration C: sidiroeis Beta Code: sidhro/eis

English (LSJ)

σιδηρόεις, σιδηρόεσσα, σιδηρόεν, Glossaria on μελάνδετος, EM551.40.

Greek Monolingual

σιδηρόεις, σιδηρόεσσα, σιδηρόεν, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή, μελάνδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κατάλ. -όεις].