-ή, -ό, Ν σίδερο(κυρίως στον Ερωτόκρ.)1. σιδερένιος («σιδερὸν αμόνι», Ερωτόκρ.)2. μτφ. πολύ σκληρός («κάναμε σιδερή καρδιά, τ' αφτιά μας μολυβένια», δημ. τραγούδι).