τό, (σήθω)
A sieve, Hsch.
[Seite 876] τό, das Sieb, Hesych.
σῆστρον: τό, (σήθω) σῆττα, «κόσκινον. ἢ κύμβαλον (σεῖστρον Κρῆτες)» Ἡσύχ.
τὸ Αλεπτό κόσκινο, σήτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήθω «κοσκινίζω» + επίθημα -τρον (πρβλ. ἄρο-τρον)].