σῆστρον

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

τό, (σήθω)

   A sieve, Hsch.

German (Pape)

[Seite 876] τό, das Sieb, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σῆστρον: τό, (σήθω) σῆττα, «κόσκινον. ἢ κύμβαλον (σεῖστρον Κρῆτες)» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ Α
λεπτό κόσκινο, σήτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήθω «κοσκινίζω» + επίθημα -τρον (πρβλ. ἄρο-τρον)].