σιδηρόχαλκος

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ον,

   A of iron and copper, τομή Luc. Ocyp.96, cf. Zos.Alch.p.214B.

German (Pape)

[Seite 880] von Eisen und Kupfer, τομή, Luc. Ocyp. 96.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόχαλκος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, τομή Λουκ. Ὠκύπ. 90.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de fer et de cuivre.
Étymologie: σίδηρος, χαλκός.

Greek Monolingual

ο / σιδηρόχαλκος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κράμα από σίδηρο και χαλκό
αρχ.
αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + χαλκός.