σιττάκη

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Greek (Liddell-Scott)

σιττάκη: ἡ, κατὰ μαλακωτέραν προφορὰν ἀντὶ ψιττακός, Φιλοστοργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 11. Ἴσως τὸ σίττας, ὁ, μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., εἶναι τὸ αὐτό.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. ψιττάκη.