σιτοπαραγωγός

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ό, Ν
1. (για τόπους) αυτός που παράγει σιτάρισιτοπαραγωγός περιοχή»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η σιτοπαραγωγός
αυτός που καλλιεργεί και πωλεί σιτηρά («οι σιτοπαραγωγοί δεν έβγαλαν ούτε τα έξοδά τους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].