σκηπτροβάμων

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,

   A sitting on the sceptre, ὁ σ. αἰετός, κύων Διός S.Fr.884.

Greek Monolingual

και σκηπτοβάμων, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κάθεται πάνω σε σκήπτρο («ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].