σκληρόγεως

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

German (Pape)

[Seite 900] von, mit hartem, festem Boden, von, mit harter Erde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόγεως: -ων, ὁ ἔχων σκληρὰν γῆν, σκληρὸν ἔδαφος, χῶμα· ἡ σκληρ. (ἐξυπακ. γῆ) Φίλων 2. 619.

Greek Monolingual

-ων, Α
αυτός που έχει σκληρό, στερεό έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -γεω (βλ. λ. γῆ), πρβλ. λεπτό-γεως].