σκληροφυής

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

German (Pape)

[Seite 901] ές, von harter Natur, Xenocrat.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροφυής: -ές, ὁ ἔχων σκληράν, τραχεῖαν φύσιν, τραχύς, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 7.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι σκληρής φύσης, που είναι από τη φύση του τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].