σκληροφυής
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
ές, of hard, harsh nature, tough, Xenocr. ap. Orib. 2.58.16.
German (Pape)
[Seite 901] ές, von harter Natur, Xenocrat.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροφυής: -ές, ὁ ἔχων σκληράν, τραχεῖαν φύσιν, τραχύς, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 7.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που είναι σκληρής φύσης, που είναι από τη φύση του τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλοφυής].