ο, θηλ. σκορποχέρα, Ναυτός που δαπανά άσκοπα και αλόγιστα, σπάταλος, τρυποχέρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + -χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο-χέρης].