πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
ο, θηλ. σκορποχέρα, Ναυτός που δαπανά άσκοπα και αλόγιστα, σπάταλος, τρυποχέρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + -χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτοχέρης].