σκορποχέρης

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. σκορποχέρα, Ν
αυτός που δαπανά άσκοπα και αλόγιστα, σπάταλος, τρυποχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + -χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτοχέρης].