σκυρόστρωμα

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σκιρόστρωμα και σκιρρόστρωμα, -ατος, το, Ν
συμπυκνωμένο και κυλινδρωμένο στρώμα σκύρων που χρησιμεύει ως φέρουσα υποδομή οδοστρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώμα (< στρώνω), πρβλ. οδό-στρωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].