το, Νη κάμψη του σώματος ή του κεφαλιού προς τα εμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυψ- του αορ. έ-σκυψ-α του σκύβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].