σκύψιμο

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

το, Ν
η κάμψη του σώματος ή του κεφαλιού προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυψ- του αορ. έ-σκυψ-α του σκύβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].