σκύψιμο

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

το, Ν
η κάμψη του σώματος ή του κεφαλιού προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυψ- του αορ. έ-σκυψ-α του σκύβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].